- ακύθηρος
- ἀκύθηρος, -ον (Α)ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκύθηρον — ἀκύθηρος without charms masc/fem acc sg ἀκύθηρος without charms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)